ὑπερπλέουσα

ὑπερπλέουσα
ὑπέρ-πλέω
sail
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερπλέω — ὑπερπλέω ΝΜΑ [πλέω] (κυριολ. και μτφ.) πλέω, περνώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «κιβωτὸν τῶν αἱρετικῶν ὑπερπλέουσαν» Γρηγ. Ναζ. β. «ὑπερπλέουσα τὸν χειμώνα», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. ναυτ. (σχετικά με ιστιοφόρο πλοίο κατά τη διάρκεια ναυμαχίας) φέρνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”